επιφυλακή — η 1. (για τμήμα στρατού) το να παραμένει σε κατάσταση αναμονής, για να αναλάβει δράση αν χρειαστεί 2. μτφ. ψυχική προετοιμασία για αντιμετώπιση μιας δυσκολίας … Dictionary of Greek
εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… … Dictionary of Greek
παραφύλαγμα — το, ΝΜΑ [παραφυλάσσω] νεοελλ. κρυφή παρακολούθηση, παραφύλαξη, παραμόνεμα μσν. αρχ. επιτήρηση, προσοχή, προφύλαξη, επιφυλακή … Dictionary of Greek
σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… … Dictionary of Greek
Γκαλσγουόρθι, Τζον — (John Galsworthy, Κουμπ, Σάρεϊ 1867 – Λονδίνο 1933). Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο έργο του είναι αισθητή η επίδραση του γαλλικού νατουραλισμού και των Ρώσων πεζογράφων. Το πρώτο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε με το όνομά του … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek